- καταιβάται
- καταιβάτηςdescending in thunder and lightningmasc nom/voc plκαταιβάτᾱͅ , καταιβάτηςdescending in thunder and lightningmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταιβαταί — καταιβατός by which fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καταιβάται — Καταιβάτᾱͅ , Καταιβάτης descending in thunder and lightning masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταιβάτης — καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α) 1. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές 2. (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη 3. (επίθ. τού Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα 5. (για πρόσ … Dictionary of Greek